- συκωταριά
- και σκωταριά και σκοταριά, η, Ν(με περιλπτ. σημ.) το συκώτι τών σφαγίων μαζί με τους πνεύμονες και τα σπλάγχνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σ(υ)κώτι + κατάλ. -αριά (πρβλ. κλειδ-αριά), μέσω ενός τ. συκωτ-άρι(ον), υποκορ. τού συκώτι(ον)].
Dictionary of Greek. 2013.